- αζωγράφητος
- -η, -ο [ζωγραφώ]ο αζωγράφιστος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανιστόρητος — κ. ανιστόριστος, η, ο (AM ἀνιστόρητος, ον) 1. αυτός που αγνοεί την ιστορία, ο ιστορικά αμόρφωτος 2. αυτός που δεν αναφέρεται από την ιστορία, αμνημόνευτος, ακατάγραφος, άγνωστος νεοελλ. 1. αμόρφωτος, αγράμματος 2. αυτός που δεν μπορεί να… … Dictionary of Greek
αζωγράφιστος — αζωγράφιστος, η, ο και αζωγράφητος, η, ο αυτός που δεν είναι ζωγραφισμένος, διακοσμημένος: Παντού υπήρχαν ζωγραφιές· μόνο το ταβάνι ήταν αζωγράφιστο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)